- φρεμινούρης
- και φρεμενούρης και φρεμενούριος, ὁ, Μμοναχός ενός τάγματος Λατίνων («φρεμενουρίους ἀπέστειλεν... στὸν Πάπαν τὸν ἁγιώτατον», Χρον. Μoρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. λατ. προελεύσεως, που σχετίζεται πιθ. με το ρ. fremo «βρέμω, κραυγάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.